- καλοτελειώνω
- φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοτελειώνω — καλοτέλειωσα, καλοτελειώθηκα, καλοτελειωμένος, τελειώνω κάτι καλά, φέρνω σε καλό πέρας: Την καλοτέλειωσε την οικοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)